- μυγιάζομαι
- μυγιάστηκα1. με ενοχλεί η μύγα.2. μτφ., είμαι καχύποπτος, παρεξηγώ τους άλλους εύκολα.3. παροιμ. φρ., «Όποιος έχει τη μύγα, μυγιάζεται», για κάποιον που νιώθει ενοχή για κάτι που ακούει, επειδή θεωρεί ότι αφορά τον ίδιο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.